- ουλαμηγός
- -ό1. αυτός που οδηγεί ουλαμό («ουλαμηγό πλοίο»)2. το αρσ. ως ουσ. ο ουλαμηγόςαρχηγός ουλαμού3. το θηλ. ως ουσ. η ουλαμηγόςτο πλοίο στο οποίο επιβαίνει ο αρχηγός ουλαμού, αλλ. ουλαμηγό πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουλαμός + -ηγός (< άγω), πρβλ. θαλαμ-ηγός].
Dictionary of Greek. 2013.